ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ποτέ δεν ξέχασα τη ρήση του καταραμένου Βρετανού γίγαντα William Blake: "Η αιωνιότητα είναι ερωτευμένη με τους καρπούς του χρόνου..." (Οιωνοσκοπήσεις της Αθωότητας/Παροιμίες της Κόλασης)...
Το διήγημα με αρχικό τίτλο "Ο Κάρλος της Λεμεσού" δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Big Bang (φανζιν/Μάρτιος 1997) στην έντυπη και αργότερα στην ηλεκτρονική μορφή του. Στη συνέχεια αποτέλεσε το έκτο και τελευταίο μέρος της συλλογής των διηγημάτων μου με γενικό τίτλο "η Ουρά της Τίγρης" που εκδόθηκαν πριν από 16 χρόνια -το 1998- από τις εκδόσεις "Όμηρος" στη Θεσσαλονίκη.
Ήταν η δεύτερη και έσχατη -προς το παρόν- συγγραφική μου απόπειρα.
Επειδή τρέφω μια έμφυτη αποστροφή προς τη ματαιοδοξία (αν και σχεδόν έχω πειστεί ότι η ματαιότητα των πραγμάτων είναι η πιο συχνή εκδοχή στη ζωή) πάντα με απασχολούσε -βλακωδώς μάλλον- το ενδεχόμενο της αποτυχίας και η πιθανότητα "η συγγραφική μου δεινότητα" να ήταν περισσότερο αποτέλεσμα ευφάνταστης επιθυμίας παρά γνήσιο τάλαντο.
Για το λόγο αυτό δεν έχασα, αλλά και δεν κέρδισα ούτε μία... δεκάρα από τη συγγραφική μου δραστηριότητα. Το βιβλίο μπήκε στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων -για λίγες μέρες- αλλά στην πραγματικότητα δεν δοκιμάστηκε...
Για να είμαι ειλικρινής ακόμη και σήμερα αν με ρωτήσει κανείς δεν μπορώ να απαντήσω με απόλυτη βεβαιότητα πόσα αντίτυπα πούλησε και σε ποιούς, αλλά ίσως το ποσοτικό στοιχείο να έχει εντέλει ελάχιστη σημασία...
Εκείνο που καρπώθηκα και η αξία του δεν ορίζεται με χρηματικούς δείκτες είναι η... παραίσθηση ενός άλλου κόσμου, το ίδιο βρώμικου, παραπλανητικού και σκοτεινού όπως ο δικός μας, διαφορετικού όμως, σαγηνευτικού και ελάχιστα παραπάνω ηρωϊκού...
Ενός κόσμου, που για να ανατραπεί θα αρκούσε το όραμα ενός ρομαντικού ιππότη και η γραφίδα ενός μέτριου συγγραφέα...
(Το σχόλιο που ακολουθεί πριν αρχίσει να ξεδιπλώνεται το διήγημα είναι του Γιώργου Γούλα, εκδότη του περιοδικού "Big Bang")
Άμα βρεθεί ένας ζωγράφος ολομόναχος πάνω σ' ένα πανάρχαιο κάστρο αγνώστου ταυτότητας, μες στο λουλουδιασμένο καταμεσήμερο, θα κοιτάξει να φτιάξει έναν πίνακα φιλτράροντας και ίσως αλλοιώνοντας τα ερεθίσματα που δέχεται. Αν αντί για ζωγράφο βάλουμε ένα συγγραφέα, τότε μπορούμε να μιλάμε για ένα ζωγραφικό διήγημα. Το συγκεκριμένο, βέβαια, διαθέτει όλες τις αισθήσεις στο έπακρο.
1. Ο Γιον Κάρλος κοίταξε από ψηλά. Τα χωράφια, σπαρμένα και περιποιημένα, από μέρες περίμεναν την πρώτη... ανοιξιάτικη βροχή για να δώσουν τους καρπούς της γης στους γεωργούς που προσδοκούσαν με αγωνία. Τα οπωροφόρα είχανε βγάλει τα πρώτα άνθη τους και οι κερασιές προβάλλοντας πολύτιμα απαλά λουλούδια έστελναν ως τα τείχη το ελαφρύ άρωμά τους.
Στην πεδιάδα οι βοσκοί έσπρωχναν βιαστικά τα παχουλά ζώα μέσα στα προχειροφτιαγμένα μαντριά. Τα βελάσματα των ζώων ανακατεμένα με τις φωνές των ανθρώπων ηχούσαν στ' αυτιά του παράξενα.
Τα χλιμιντρίσματα των άγριων αλόγων αντάμωναν με τα γαυγίσματα των σκυλιών και τα χαρούμενα καμπανίσματα από τα κουδουνάκια των θηλαστικών και συνέθεταν μια μαγευτική συμφωνία.
Αχ, Άνοιξη, σε λατρεύω- σκέφτηκε- κρίμα που δεν μπορώ να σε χαρώ.
Στο βάθος του ορίζοντα ο ήλιος γλιστρούσε μαλακά ανάμεσα στις κορφές των βουνών παίρνοντας ένα θαμπό κοκκινόχρυσο χρώμα. Πίσω του τα σύννεφα φούσκωναν προκλητικά, χρωματίζοντας την ατμόσφαιρα σπάταλα και δειλά-δειλά του ψιθυρίζανε μια λέξη. Έκλεισε τα μάτια του.
- Όχι πάλι, Ήλιε μου, βασιλιά μου.1 Όχι πάλι, δεν το αντέχω, είπε δυνατά.
Όταν ξανακοίταξε σταθερά τον ορίζοντα, το όραμα είχε χαθεί κι ο ψίθυρος είχε γίνει ένα απαλό φύσημα του ανέμου, που έσπρωχνε τα μακριά μαλλιά με χάρη πίσω από τα αυτιά του. Τίναξε προς τα πίσω το κεφάλι και γύρισε προς τη μεριά της Πόλης.
Στα πρώτα τείχη η πύλη έκλεινε όπως συνήθως με κάθε βασίλεμα του ήλιου. Οι φύλακες ψηλοί και ρωμαλέοι, με τις μεταλλικές τους πανοπλίες να γυαλίζουν, παρατάχθηκαν όπως κάθε φορά μπροστά στην Πύλη, από την εσωτερική πλευρά του τείχους, χτυπώντας τα πόδια ρυθμικά.
Τέσσερις από αυτούς έκλεισαν αργά τη βαριά πόρτα και έσπρωξαν την αμπάρα με δύναμη κάτω από το βλέμμα του νεαρού ανθυπασπιστή που τους παρακολουθούσε με υπεροπτική αυστηρότητα, ενώ οι υπόλοιποι ακίνητοι σαν αρχαία αγάλματα, κρατούσαν σφιχτά τα δόρατα σε στάση προσοχής.
Οι πολίτες μαζεύονταν βιαστικά στα σπίτια τους για να μην τους προλάβει το φως του φεγγαριού.
Οι πολίτες της πρώτης γραμμής ήταν οι πιο πιστοί από όλους και οι πιο νομοταγείς, χρειάζονταν όμως και την αυστηρότερη επιτήρηση. Ήταν οι μόνοι που έρχονταν σε άμεση επαφή με τους χωρικούς και υπήρχε πάντα ο φόβος της μόλυνσης, αν και οι θάλαμοι αποστείρωσης, ουσιαστικά, απομάκρυναν τον κίνδυνο.
Ωστόσο, οι μύθοι έλεγαν ότι το ασημόχρωμο φως του φεγγαριού έβαζε στη σκέψη παράξενες ιδέες, έκανε το μυαλό τους μια μπάλα από σίδερο και την καρδιά τους πέτρα. Τα μάτια τους γέμιζαν αίμα και το στόμα τους έβγαζε αφρούς. Και τότε ήθελαν να πηδήξουν από τα τείχη.
Όσοι γλίτωναν τα βέλη των φρουρών χάνονταν μέσα στη νύχτα και ποτέ δεν ξαναγύριζαν. Πολλοί λέγανε ότι τους γλεντούσαν οι κόρες των αστεριών 2 και αφού τους ρουφούσαν τη δροσιά , τους θυσίαζαν στο άπληστο φεγγάρι. Από το αίμα τους έπαιρνε το χρώμα του ο ήλιος κάθε φορά που βασίλευε.
Κατόπιν έφερε το βλέμμα του στη δεύτερη γραμμή και είδε τους εμπόρους να μαζεύουν την πραμάτεια τους και τους γραφιάδες να σηκώνονται από την πλατεία.
Στην τρίτη γραμμή η μικρή Πύλη είχε ανοίξει και έξω από τις ταβέρνες είχαν ανάψει εδώ και λίγη ώρα τα μεγάλα φανάρια, σημάδι ότι ήταν έτοιμες να δεχτούν τους πολίτες που είχαν τις τσέπες τους γεμάτες και τα λαρύγγια διψασμένα.
Στην τέταρτη Πύλη οι πυροφύλακες είχαν ανάψει τους δαυλούς στους στρατώνες και οι νεαροί αξιωματικοί πηγαινοέρχονταν στους πλακόστρωτους δρόμους, πασχίζοντας να επιβάλουν την πειθαρχία στους λεγεωνάριους.
Τα πορνεία είχαν ανοίξει και οι «ελεύθερες» έφταναν κρυφά μέχρι το στρατόπεδο. Τα προκλητικά βαμμένα πρόσωπα και τα μακριά μαλλιά με τις πράσινες κορδέλες φαντάζανε σα σημαίες στο σκοτάδι.
Σιγοσφυρίζανε και δείχνανε τα μπούτια τους στους φαντάρους που τις κοιτούσαν μέσα από τους κοιτώνες με απληστία. Σε λίγο θα σήμαινε σιωπητήριο και δεκάδες σκιές θα γλιστρούσαν αθόρυβα έξω από το στρατόπεδο για να ανταμώσουν την ηδονή και τη γυναίκα που λαχταρούσαν.
Ο Ιππότης Γιον Κάρλος έπιασε τη λαβή του σπαθιού του και έστρεψε το βλέμμα στην Πέμπτη γραμμή. Τα πολυτελή και όμορφα σπίτια των ευγενών και των φιλοσόφων υψώνονταν πανύψηλα στο σκοτάδι που αργά τύλιγε το Αστυ.
Χαρούμενες φωνές ακούγονταν από το επιβλητικό αρχοντικό του Σιορ Βούκιου. Σήμερα γιόρταζε το γάμο της πρωτότοκης κόρης του Ραβίνιας που έπαιρνε για τρίτο σύζυγό της τον ευγενή Σιορ Καπούριο.
Οι παντρεμένες γυναίκες που προέρχονταν από ευγενείς οικογένειες ήταν λίγες στο Αστυ, ίσως γιατί οι περισσότερες προτιμούσαν το κουραστικό και ριψοκίνδυνο επάγγελμα της «ελεύθερης»- αν και πολλές από τις συζύγους το εξασκούσαν στα κρυφά - και έτσι ήταν υποχρεωμένες να φιλοξενούν ταυτοχρόνως στο κρεβάτι τους παραπάνω από ένα συζύγους. Η Ραβίνια θα περνούσε δύσκολη νύχτα.
Χμ! Καημένη Ραβίνια τι να πρωτοπρολάβεις, σκέφτηκε ο Κάρλος και έστρεψε το βλέμμα του στην Έκτη Πύλη. Οι Ιππότες είχαν τελειώσει το πολεμικό παιχνίδι και μάζευαν τα λάφυρα με ιεροτελεστία διατάζοντας τους ιπποκόμους να γρηγορέψουν τη δουλειά τους.
Οι κακομοίρηδες υποτακτικοί πάσχιζαν να καθαρίσουν με βιασύνη την αρένα τραβώντας από τα πόδια τα νεκρά κουφάρια των βαρβάρων αιχμαλώτων του Μεγάλου Κάστρου. Εκατοντάδες τα πτώματα σωριάζονταν κατακρεουργημένα και κατακόκκινα, σχηματίζοντας μια μακάβρια πυραμίδα πλημμυρισμένη από αίμα, στο κέντρο του σταδίου.
Οι θεατές είχαν φύγει εδώ και ώρα γυρίζοντας στα σπίτια τους ικανοποιημένοι και οι Ιππότες λαχταρούσαν τη στιγμή της κάθαρσης για να γυρίσουν και εκείνοι, επιτέλους, στα αρχοντικά τους και στις μονάκριβες ξανθές Δέσποινές τους.
2. Εκείνη την ώρα, μια ευωδιαστή παρουσία άγγιξε το κορμί του που αναπήδησε αλαφιασμένο σα να το χάιδεψε αστραπή. Η πριγκήπισσα Εναστέσια τον είχε πλησιάσει αθόρυβα και είχε ακουμπήσει με ορμή τα στητά στήθη της στην πλάτη του κλείνοντας με τα μακριά της δάχτυλα τα μεγάλα χρυσοκάστανα μάτια του.
- Αγάπη μου, αγάπη μου, ποιες σκέψεις αργογλύφουν το μυαλό σου;
Ο Γιον Κάρλος γύρισε και την κοίταξε στοργικά. Χαμογέλασε και τα μάτια του στένεψαν με χάρη, όπως κάθε φορά που χαμογελούσε.
- Λαχτάρησα τα μπράτσα που με σφίγγουνε και το γερό κορμί που με σκεπάζει, άντρα μου, του είπε και στα όμορφα μάτια της έλαμπε ο πόθος της νύχτας. Τον τράβηξε από το χέρι κι αυτός αφέθηκε στο κάλεσμά της, που τον οδηγούσε με ελαφρά βήματα στην ανοιχτή είσοδο της Έβδομης Πύλης.
3. Πέρασαν μπροστά από τους δύο βασιλοφύλακες, που τραβήχτηκαν με ένα βήμα προς τα πίσω όταν τους αντίκρυσαν, αφήνοντας την είσοδο ελεύθερη.
Κι αν ακόμη δεν τον οδηγούσε η Εναστέσια, ο Γιον Κάρλος θα μπορούσε να περάσει, διότι δεν ήταν ένας κοινός Ιππότης. Ήταν ο εκλεκτός του Βασιλιά και ο επίσημος σύντροφος της πριγκίπισσας.
Αύριο το πρωί, μετά το γάμο του με την Εναστέσια, επρόκειτο να του απονεμηθεί επίσημα ο τίτλος του πρώτου αντιβασιλέα τους Λεμεσού3.
Οποιοσδήποτε Ιππότης στη θέση του θα απολάμβανε τη μοναδική ευτυχία. Τα είχε όλα. Απεναντίας, ο Γιον Κάρλος ήταν αναστατωμένος.
Ένα ακαθόριστο, πιεστικό σύννεφο κουκούλωνε την καρδιά του και, όσο κι αν πάσχιζε με ξόρκια να το διώξει, εκείνο μεγάλωνε συνεχώς.
Βαριές σταγόνες οι σκέψεις έπεφταν με ορμή στην ήρεμη- από πεποίθηση και ιδιοσυγκρασία- λίμνη του νου του, διαταράσσοντας με βία τη γαλήνη.
Περπάτησαν στο μεγάλο διάδρομο με τα ψηφιδωτά και τις προγονικές πανοπλίες, περνώντας μέσα από μακριές στοές και κάτω από τις μεγαλοπρεπείς αψίδες με τα αραβικά τόξα, φτάνοντας επιτέλους στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Εναστέσιας, που έσπρωξε τη διπλή ξύλινη πόρτα και προχώρησε στο εσωτερικό.
Τρεις νεαρές κοπέλες κάθονταν πάνω σε φαρδιά, κεντημένα μαξιλάρια στον προθάλαμο του διαμερίσματος, χτενίζοντας τα μακριά μαλλιά τους. Η πριγκίπισσα απευθύνθηκε στη μεγαλύτερη:
- Αλεξία, παρακαλώ φύγετε, είπε σιγανά.
Οι κοπέλες σηκώθηκαν αμέσως, έκαναν μια ελαφριά υπόκλιση και εξαφανίστηκαν γρήγορα πίσω από τις βαριές κουρτίνες που οδηγούσαν στο γυναικωνίτη της υπηρεσίας, χαμογελώντας πονηρά. Η πριγκίπισσα πλησίασε πάλι την ανοιχτή πόρτα και έκανε νόημα στον αγαπημένο της να περάσει.
Προχώρησαν αγκαλιασμένοι στο προσωπικό της υπνωτήριο. Ήταν ένας χώρος που μόνο τον Κάρλος εδώ και τέσσερα χρόνια φιλοξενούσε. Το φαρδύ κρεβάτι με τα απαλοκόκκινα σκεπάσματα και τα ψηλά ξυλόγλυπτα μπράτσα βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου.
Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαιναν οι μυρωδιές της νύχτας ανεξέλεγκτες και τα μικρά κεριά επιδέξια καμουφλαρισμένα σκορπούσαν ένα αδύναμο, αλλά υποβλητικό φως στο χώρο. Η Εναστέσια τον κοίταξε με πόθο και τα μάτια της έλαμψαν περισσότερο από τα πολύτιμα πετράδια στα μαλλιά της.
Ο Γιον Κάρλος πέρασε το χέρι του μέσα από την καστανόξανθη ομορφιά τους και χάιδεψε το λεπτό και μακρύ λαιμό της. Αυτή χαμογέλασε και έβαλε τα όμορφα δάχτυλά της πρώτα στα χείλη του κι ύστερα τα περπάτησε στο πλατύ στέρνο, προχωρώντας τα ακόμα πιο χαμηλά.
Ο Γιον Κάρλος έκλεισε τα μάτια κι αφού ξεκούμπωσε τη βαριά πανοπλία στάθηκε γυμνός δίπλα της. Η Εναστέσια έβγαλε με μια κίνηση το λευκό αραχνοΰφαντο μεσοφόρι και ακούμπησε το κορμί της επάνω του.
Τα χείλη της ταξίδεψαν με λαιμαργία στο κορμί του ψάχνοντας με λαχτάρα την ανδρική του φύση που ορθωνόταν εκείνη την ώρα πιο επιβλητική κι από το αρχοντικό του Σιορ Βούκιου ανάμεσα στα δυο του πόδια. Της χάιδεψε το κεφάλι και την έσπρωξε μαλακά στο κρεβάτι. Το πουπουλένιο στρώμα υποχώρησε στο βάρος του ψηλόλιγνου κορμιού της.
Μπήκε μέσα της χωρίς βία, προσαρμόζοντας το σώμα του τέλεια, μέσα στην υγρή και στενή φύση της. Η Εναστέσια βογκούσε και χαμογελούσε από χαρά. Όταν άρχισε να τραγουδά αργά στο αυτί του τραγούδια ερωτικά και αγαπημένα ο Γιον Κάρλος ένιωσε να εκτοξεύεται μαζί της.
Όπως κάθε φορά όταν έκανε έρωτα εξακοντίστηκε από το ανοιχτό παράθυρο στο μεγάλο ξάστερο ουρανό, φλερτάροντας με τους κομήτες και τα αστέρια, πετώντας πάνω από τους κρατήρες του φεγγαριού, κολυμπώντας στο άπειρο, αναζητώντας τον ήλιο. Το φως που δε θα έσβηνε ποτέ, που θα κρατούσε τη φλόγα του αιώνα.
Δεν ήξερε τι ένιωθε η Εναστέσια. Την έβλεπε που έλιωνε στην αγκαλιά του και λικνιζόταν ευχαριστημένη σαν ένα μικρό χορτασμένο μωρό στην κούνια του. Γνώριζε όμως καλά τι ένιωθε ο ίδιος.
Ένα κολύμπι στον αιθέρα, χωρίς την πανοπλία και τα σπαθιά του, με το γυμνό κορμί του να κλυδωνίζεται πέρα-δώθε χωρίς βάρος, ελαφρό σαν τη γύρη των λουλουδιών και τον καπνό από τις καμινάδες των σπιτιών, να ταξιδεύει στην πορεία του ανέμου.
Έγειρε ιδρωμένος πλάι της, με τα μάτια ανοιχτά. Η Εναστέσια κούρνιασε δίπλα του ευτυχισμένη, χώνοντας το κεφάλι της στην ιδρωμένη του μασχάλη. Σε λίγο είχε κοιμηθεί ήσυχα, έχοντας στα πρησμένα από την έξαψη χείλη ένα μικρό χαμόγελο ικανοποίησης .
- Σε λατρεύω, έρωτά μου, μοναδικέ μου έρωτα, του είχε πει προτού γείρει στην αγκαλιά του.
4. Πατώντας στις μύτες των ποδιών, σηκώθηκε από το υγρό κρεββάτι και πέρασε από την αριστερή πόρτα στον παραδεισένιο κήπο της πριγκίπισσας. Στάθηκε μπροστά στο μεγάλο μπαλκόνι ακουμπώντας με τα χέρια, τα σκαλισμένα κάγκελα.
Ο κήπος πανέμορφος ακόμη και στο σκοτάδι της νύχτας δεν έπαυε να στέλνει τις μυρωδιές του σπάταλα, ερεθίζοντας ευαίσθητες ρινικές κοιλότητες.
Τα νυχτολούλουδα άφηναν με γενναιοδωρία το άρωμά τους, ενώ τα μικρά δένδρα και οι θάμνοι κουνούσαν τα φύλλα τους αδιάφορα.
Στο βάθος του Άστεως έφεγγαν οι δαυλοί φωτίζοντας τους δρόμους και τα σοκάκια. Τα βογγητά της ζεστής ανοιξιάτικης νύχτας μόλις που ακουγόταν από κει ψηλά.
Ο Γιον Κάρλος κοίταξε το φεγγάρι . Ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στα φωτισμένα παράθυρα των καπηλειών που διανυχτέρευαν. Χτύπησε με δύναμη το χέρι στο ξύλο και έδιωξε μια βρισιά από το μυαλό του. Στους Ιππότες από το Ψηλό Κάστρο και από μέσα τους ακόμα, δεν τους επιτρέπεται να βρίζουν. Ύστερα γύρισε χωρίς να το θέλει προς τα δεξιά του.
Ο αναμμένος από τις μικρές αυλικές κεντρικός δαυλός του παραδεισένιου κήπου τράβηξε σα μαγνήτης το βλέμμα του. Το μεγάλο ξύλινο παλούκι στηριγμένο στη σιδερένια θήκη με βαριές αλυσίδες στη μέση του πέτρινου τοίχου καιγόταν αργά τσιρίζοντας, καθώς ήταν ποτισμένο με λάδι . Οι σπίθες που πετάγονταν ακίνδυνες από την κιτρινοκόκκινη φλόγα έσβηναν στην πρώτη επαφή τους με το μαρμάρινο πάτωμα.
Η φλόγα όμως έμενε εκεί παντοδύναμη και εκτυφλωτική, εξακολουθώντας να τρώει το ξύλο που υποχωρούσε παραδομένο στην καυτή λαιμαργία της. Όταν τα χρυσοκάστανα μάτια του φωτίστηκαν στην επόμενη στιγμή, δεν ήταν από την ανταύγεια της φωτιάς, αλλά από τη λάμψη της τελευταίας σκέψης που είχε κάνει.
Ένα δίλημμα παραμένει στο μυαλό όταν δεν έχεις αποφασίσει τι από τα δύο να διαλέξεις, ή όταν αγνοείς την επιθυμία που σε βασανίζει. Τώρα ο Κάρλος ήξερε και είχε πάρει την απόφασή του. Τίποτε δεν μπορούσε πλέον να τον επηρεάσει, θα έκανε αυτό που έπρεπε.
Έπιασε το χρυσό μενταγιόν που έλαμπε, καθώς ήταν κρεμασμένο στο μυώδη και γεμάτο γαλάζιες φλέβες λαιμό του.
5. Ο Ραν Μελίας καθόταν με μάτια κόκκινα απέναντι από τη φωτιά. Αν και οι Ιππότες από το Ψηλό Κάστρο απέφευγαν το ποτό όπως ο διάολος το λιβάνι, ο Ραν Μελίας εδώ και αρκετό καιρό αποτελούσε εξαίρεση.
Η νεράιδα των ονείρων του, η αιθέρια πριγκίπισσα Εναστέσια παντρευόταν αύριο εκείνον που μισούσε όσο κανέναν άλλο στον κόσμο, τον πρώην πολύτιμο σύντροφο και τώρα θανάσιμο εχθρό του, Ιππότη Γιον Κάρλος.
Ο Ραν Μελίας δεν είχε ηθικές αναστολές, πολλές φορές είχε σκεφτεί να βγάλει από τη μέση τον Κάρλος, μόνο που δεν του είχε δοθεί μέχρι τώρα κατάλληλη αφορμή. Διότι δε θα μπορούσε να τον σκοτώσει οργανώνοντας κάποια συνωμοσία ή κατασκευάζοντας μια ίντριγκα.
Οι δύο άντρες είχαν μεγαλώσει μαζί και είχαν πάρει σαν νεαροί ανθυπασπιστές ταυτόχρονα το χρίσμα από το βασιλιά, συμμετέχοντας αργότερα σε αμέτρητες εκστρατείες στην ενδοχώρα πολεμώντας με τους βαρβάρους και επαναφέροντας στην τάξη τους επαναστατημένους χωρικούς.
Ο κίνδυνος τους είχε ενώσει και πολλές φορές στο παρελθόν έτυχε να σώσει ο ένας τη ζωή του άλλου. Πιο πολύ όμως τους ένωσε η τύχη που κατάφερε να τους κρατήσει αμόλυντους.
Επειδή ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν η επαφή με τους χωρικούς και γενικά με όλους όσοι ήταν έξω από τα τείχη.
Δεκάδες σύντροφοι έχασαν τα λογικά τους, γιατί δεν πρόλαβαν να μπουν στους θαλάμους αποστείρωσης. Και η αλήθεια ήταν ότι, πολλοί υπήρξαν οι Ιππότες του Ψηλού Κάστρου εκείνη την εποχή, αλλά μονάχα δύο από αυτούς είχαν καταφέρει να περάσουν τη δοκιμασία του έξω κόσμου και εξακολουθούσαν να ζουν ακόμη.
Ο ένας ήταν ο Ραν Μελίας ο άρχοντας του Σκορπιού και διοικητής του Ανατολικού Τομέα της Πόλης και ο άλλος, ο άλλος.....
6. Ο Γιον Κάρλος πλησίασε το κρεβάτι. Η πριγκίπισσα Εναστέσια κοιμόταν ήσυχη με τα καστανόξανθα μαλλιά της απλωμένα ανέμελα πάνω στο μεταξωτό προσκεφάλι. Καθώς ήταν τυλιγμένη με τα γυαλιστερά απαλοκόκκινα σεντόνια που κάλυπταν μικρό μόνο μέρος της μελαψής ομορφιάς της, θύμιζε ζωγραφικό πίνακα ενός πραγματικά κεφάτου καλλιτέχνη.
Ο Ιππότης έβγαλε το χρυσό μενταγιόν που είχε χαραγμένη επάνω του τη μορφή μιας τίγρης σε έφοδο και αφού της ανασήκωσε μαλακά το κεφάλι το πέρασε γύρω από το μακρύ, όμορφο λαιμό της. Ύστερα έσκυψε και τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο.
- Γεια σου, μικρό μωρό, είπε ψιθυριστά και χαμογέλασε θλιμμένα. Αμέσως μετά, χωρίς να σκεφτεί, φόρεσε γρήγορα το δερμάτινο ουγγαρέζικο προστήθιο και το μακρύ παντελόνι που ήταν φτιαγμένο από το πετσί νεογέννητου μοσχαριού.
Ύστερα κούμπωσε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε τον ενισχυμένο μεταλλικό θώρακα και ζώστηκε το βαρύ ατσάλινο σπαθί. Τα πέλματά του προσαρμοσμένα μέσα στις κομψές καλοραμμένες μπότες προχώρησαν με ήρεμα βήματα προς την έξοδο.
Πέρασε γρήγορα από τα δωμάτια των αυλικών και διασχίζοντας προσεκτικά το βασιλικό παλάτι έφτασε στο τείχος που προστάτευε την έβδομη Πύλη. Προσέχοντας να μην τον δουν, πέρασε αθόρυβα πίσω από τους βασιλοφύλακες που παρέμεναν σαν ακίνητοι Κύκλωπες στη σκοπιά τους και σκαρφάλωσε στην ψηλή πολεμίστρα που έβλεπε στα δυτικά του Άστεως.
Με μια βουτιά που θα τη ζήλευε ακροβάτης, παρά το μεγάλο βάρος της πανοπλίας, ο Γιον Κάρλος πήδηξε από τα τείχη αρπάζοντας λίγες στιγμές πριν πέσει στο χώμα το κάθετο κοντάρι με το έμβλημα του Βασιλιά που ήταν στέρεα καρφωμένο στα πλευρά του τείχους.
Από εκεί ταλαντεύθηκε δεξιά-αριστερά σαν εκκρεμές για λίγα δευτερόλεπτα και προσγειώθηκε με τη χάρη ενός έμπειρου ξιφομάχου λίγα μόλις μέτρα μακριά από το κάτασπρο, υπέροχο άλογό του. Το όμορφο άτι χλιμίντρισε φιλικά, καθώς ο Ιππότης πλησίασε προς το μέρος του.
Ο κοντόχοντρος υποτακτικός, μόλις τον είδε σκαρφάλωσε με βιασύνη στο μουλάρι του και τον κοίταξε στα μάτια περιμένοντας να τον προστάξει.
- Όλα εντάξει Σαμ; τον ρώτησε μαλακά ο Κάρλος.
- Όλα εντάξει Ιππότη ! είπε ο Σαμ.
- Επιστρέφουμε στην Εστία, είπε ο Κάρλος και τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του, που ξεκίνησε με ελαφρύ καλπασμό για τον απόρθητο Πύργο που βρισκόταν λίγο μετά την έβδομη Πύλη, στραμμένος προς τη μεριά της Δύσης. Το σπίτι του.
7. Ο Ραν Μελίας ρούφηξε άπληστα την τελευταία γουλιά από το άδειο πια μπουκάλι με το δυνατό κρασί και μετά το πέταξε με δύναμη στις φλόγες.
Η ζωή του πολεμιστή είχε πλάσει από την εφηβεία, ένα χαρακτήρα ρεαλιστή και σκληρό. Γνώριζε καλά, ότι η ταπεινή καταγωγή του δε θα του χρησίμευε παρά μονάχα για να συνεχίσει την ανιαρή δουλειά του πατέρα του, που ζούσε στη δεύτερη γραμμή εξασκώντας το επάγγελμα του εμπόρου, γιαυτό κατατάχτηκε από μικρός στο στρατό.
Η εντυπωσιακή σωματική διάπλαση και το δυνατό του μυαλό, τον βοήθησαν να γίνει στα εικοσιδύο του χρόνια ο μοναδικός ανθυπασπιστής που προερχόταν από μία κοινωνική τάξη κατώτερη των ευγενών.
Όταν πριν δέκα χρόνια ο Βασιλιάς είχε ζητήσει εθελοντές από το τάγμα των Αξιωματικών για να οδηγήσουν κρυφά τους λεγεωνάριους κατά των βαρβάρων που πολιορκούσαν την Πόλη, ο Ραν Μελίας ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν.
Στη μάχη των γιασεμιών - ονομάστηκε έτσι γιατί τα γιασεμιά άνθιζαν πυκνά στην κοιλάδα που δόθηκε η τελική αναμέτρηση- ο Ραν Μελίας ήταν αυτός που κατάφερε να κυκλώσει τους βαρβάρους με τους σπαθοφόρους του και να σφάξει μέχρι τον τελευταίο.
Από τους υπόλοιπους ελάχιστοι είχαν επιζήσει, αλλά εξακολουθούσαν να πολεμούν σα λιοντάρια, δίπλα στα ματωμένα κουφάρια των λεγεωνάριων και των νεαρών αξιωματικών. Επικεφαλής τους ήταν ο Γιον Κάρλος.
Οι ίλες του είχαν παίξει το ρόλο του «δολώματος», αλλά κατάφεραν να κρατήσουν μέχρι την εμφάνιση των σπαθοφόρων.
Οι δύο άντρες, αφού πέρασαν πρώτα από τους θαλάμους αποστείρωσης, στέφθηκαν ύστερα από τη θριαμβευτική τελετή που διοργάνωσε προς τιμήν τους το Βασιλικό Ζεύγος με την παρουσία της πριγκίπισσας Εναστέσιας Πρώτοι Ιππότες και αρχιστράτηγοι για τις πολεμικές επιχειρήσεις στην ενδοχώρα. Από τότε είχαν πάρει μέρος, επικεφαλής των ανθυπασπιστών και των λεγεωνάριων, σε αμέτρητες εκστρατείες.
Αφού κατάφεραν να κατατροπώσουν τους βαρβάρους που ήρθαν από το Βορρά και να επαναφέρουν σε τάξη τους επαναστατημένους χωρικούς γυρίζοντας νικητές στο Ψηλό Κάστρο, πήραν δικαιωματικά τον τίτλο του άρχοντα του Σκορπιού, ο ένας και της Τίγρης, ο άλλος.
Η αγωνία της μάχης είχε δημιουργήσει ανάμεσά τους έναν περίεργο, αλλά ισχυρό δεσμό. Ηταν εκείνη η παράξενη και σιωπηλή αλληλεξάρτηση μεταξύ δύο αντρών που τους αναγκάζει να σέβονται και να εκτιμούν ο ένας τον άλλο χωρίς να χρησιμοποιούν λόγια.
Δεν ήταν η λέξη φιλία κατάλληλη για να περιγράψει μια σχέση όσο καμιά ανταγωνιστική, αλλά ωστόσο γενναία, όσο καμιά επικίνδυνη, αλλά εντούτοις ευγενική. Σίγουρα όμως, αν και ο κίνδυνος της μάχης τους ένωνε και ο φόβος της μόλυνσης δεν τους άγγιξε ποτέ, στο βάθος της καρδιάς, περίμεναν να είναι ο καθένας τους μοναδικός διεκδικητής του τελικού θριάμβου.
Ωστόσο ποτέ μέχρι τότε δεν ευχήθηκε φανερά ο ένας το θάνατο του άλλου. Μέχρι τη στιγμή που η πριγκίπισσα Εναστέσια έκανε την επιλογή της.
8. Ο Γιον Κάρλος ξεπέζεψε με ένα πήδημα από το άτι και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Όταν έφτασε στον τελευταίο όροφο, εκεί όπου βρισκόταν το οπλοστάσιο με τα λάφυρα από τις εκστρατείες, έσπρωξε με δύναμη την πόρτα.
Στοιβαγμένος με τάξη στον αμφιθεατρικό χώρο ήταν ένας τεράστιος σωρός από ασπίδες, σπαθιά και δόρατα. Σε περίοπτη θέση στο κέντρο του οπλοστασίου, πάνω σε έναν καλογυαλισμένο, μπρούτζινο τρίποδα με οφιοειδείς, αυλακώσεις στους μηρούς, βρισκόταν το πιο ακριβό του απόκτημα, το πολυτιμότερο λάφυρο. Το σπαθί του «Καλντερές».
«Στο Γιο του ΄Ηλιου» έγραφε πάνω στην κόψη της λάμας του στα βαρβαρικά. Και πραγματικά η ομορφιά αυτού του όπλου ήταν τόσο μοναδική που μονάχα σε κάποιον ημίθεο θα μπορούσε κάποτε να ανήκει.
Η λαβή του απαλή στην αφή, ντυμένη με λουρίδες ενός μαλακού ευγενούς μετάλλου έδενε αρμονικά με την παλάμη. Η λάμα του λεπτή αλλά παντοδύναμη, μπορούσε να κόψει με μια προσπάθεια πέρα για πέρα το λαιμό ενός καλοθρεμμένου βουβαλιού. Το μέταλλο από το οποίο είχε φτιαχτεί, ολότελα άγνωστο για τους οπλουργούς στο Άστυ, του έδινε μια ξεχωριστή λάμψη και αντοχή. Ήταν τόσο καλά ζυγισμένο, που αν ο ξιφομάχος το πέταγε σα δόρυ μπορούσε να καρφωθεί οπουδήποτε. Το βαθύ αυλάκι που χάραζε στη μέση την δίκοπη λάμα, σχεδιασμένο με τέχνη, έκανε το κάθε χτύπημα θανατηφόρο.
Όποιος πολεμιστής κρατούσε αυτό το σπαθί, σύμφωνα με τους βαρβαρικούς μύθους, ήταν ανίκητος. Παρόλα αυτά ο Κάρλος είχε σκοτώσει τον τελευταίο κάτοχό του, ένα μαλθακό Καρχηδόνιο4 πρίγκηπα με πολλά κιλά υποδόριο λίπος στους ιστούς, ενώ είχε ήδη προλάβει να το χρησιμοποιήσει.
- Το κατάλληλο σπαθί στα κατάλληλα χέρια, είχαν πει τότε οι βάρβαροι και υποκλίθηκαν μπροστά του.
- Ας γίνει το θέλημα του Ήλιου, φώναξαν οι ιερείς και πρόσταξαν τους πολεμιστές να πετάξουν τα όπλα. Από τότε ο Γιον Κάρλος έγινε ιδιοκτήτης του.
9. Η αρχόντισσα Ραβίνια σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι, όσο γινόταν πιο αθόρυβα και επιφυλακτικά. Ο Σιόρ Καπούριος έκανε προς στιγμή να ξυπνήσει, αλλά τελικά το μετάνιωσε και συνέχισε να ροχαλίζει ανενόχλητος.
Προχώρησε προς την αίθουσα του μπάνιου πατώντας στις μύτες των ποδιών της. Έριξε λίγο ροδόνερο στο πρόσωπό της και κοίταξε προς το μέρος του μεγάλου καθρέπτη που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο τον απέναντι τοίχο.
Παρά το αδύνατο φως της δάδας παρατήρησε με πίκρα και θυμό τους μαύρους κύκλους που ήταν σχηματισμένοι γύρω από τα μάτια και ερχόταν σε φανερή αντίθεση με το σφριγηλό, γεμάτο πρόσωπό της.
Κοίταξε τα στήθη της που ήταν όλο μελανιές και αναθεμάτισε από μέσα της τον Σιόρ Καπούριο και τους άλλους. Ήταν αχόρταγοι.
Ευτυχώς θα κοιμούνται τώρα, σκέφτηκε. Έπιασε τον πισινό της και έβαλε τα δάκτυλα της στη σχισμή, τρίβοντας απαλά την περιοχή. Και εκεί πονούσε.
10. Την ίδια ώρα ο Γιον Κάρλος έπαιρνε βιαστικά το πολύτιμο σπαθί και το φορούσε στη θέση του δικού του. Ύστερα ανέβηκε τρέχοντας στην ψηλότερη πολεμίστρα του Πύργου.
Γονάτισε ακουμπώντας το ένα πόδι στο πέτρινο δάπεδο, κρύβοντας ταυτόχρονα το κεφάλι ανάμεσα στα δυο του χέρια σα να προσευχόταν.
Ξαφνικά τινάχτηκε όρθιος και τράβηξε τελετουργικά το σπαθί από τη θήκη. Άρχισε να ξιφομαχεί στρέφοντας το όπλο προς τη μεριά του φεγγαριού σα να αναζητούσε στο φως εκείνου του άψυχου δίσκου, έναν αντάξιο αντίπαλο.
Οι μαλακές και επιδέξιες κινήσεις των χεριών του συνοδεύονταν αρμονικά από τους χορευτικούς βηματισμούς των αδύνατων αλλά καλογυμνασμένων ποδιών προσαρμοσμένων στις μαλακές δερμάτινες μπότες.
Οι τέλειες αισθητικά κινήσεις του επαγγελματία ξιφομάχου, έδιναν την εντύπωση ενός πλάσματος πάνω από το ανθρώπινο, για τον ιπποκόμο που παρακολουθούσε με το στόμα ανοιχτό, όλη τη σκηνή χωρίς να φαίνεται.
Κάποια στιγμή ο Ιππότης σταμάτησε, τρυπώντας με ένα δυνατό χτύπημα την πλάτη του φεγγαριού. Εκείνο θαρρείς από τρόμο σκεπάστηκε ξαφνικά από πηχτά σύννεφα, θέλοντας να γλύψει σα λαβωμένο σκυλί τις πληγές του.
Τότε ο Ιππότης με μια αντίστροφη ταχυδακτυλουργική κίνηση έστρεψε το σπαθί προς το στήθος του. Με χέρια που έτρεμαν, πάλεψε με το κρύο μέταλλο, ώσπου τελικά, χαλαρώνοντας τους πρησμένους από την ένταση βραχίονες, έφερε τη λάμα στα χείλη του και φίλησε με εμπιστοσύνη το πολύτιμο όπλο.
Ο ιπποκόμος πίσω του, κρυμμένος κάτω από την τέντα των ανύπαρκτων φρουρών, στο βάθος της πολεμίστρας, έχοντας γουρλώσει τα μάτια, ξεροκατάπιε μια δόση σάλιου, ολότελα σαστισμένος.
11. Η αρχόντισσα Ραβίνια έχοντας πλήρη άγνοια για οτιδήποτε δεν είχε σχέση με την κουρασμένη κλίνη της, έβγαινε εκείνη την ώρα από το μπάνιο, όταν έπεσε, με απογοήτευση, πάνω στο δεύτερο σύζυγό της5.
- Ω! τι ευχάριθτη θυνάντηθιθ, είπε γεμάτος ύποπτη ευγένεια ο κατά τα άλλα εντιμότατος Σιορ Μπλάνκιος.
- Θα μου επιτρέπθετε να θαθ απαθχολήθω λιγάκι, είπε και προτάσσοντας επιδεικτικά τον ορθωμένο ανδρισμό του προσπαθούσε να χαμογελάσει αδιάφορα χωρίς βέβαια να το καταφέρνει.
Η Ραβίνια ανασήκωσε με κούραση τα φρύδια της ξεφυσώντας με δυσφορία, αλλά αναγκάστηκε να υποκύψει μπροστά στην εφηβική ορμή του εξηντάχρονου ευγενή, διότι όπως ήταν τα έθιμα την εποχή εκείνη, οι σύζυγοι των ευγενών έπρεπε να είναι πάντα πρόθυμες για όλα. Έτσι καμώθηκε την άνετη και γονάτισε μπροστά, φέρνοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα πόδια του.
- Μα τα σκατά του βασιλιά!!! φώναξε δυνατά ο πρώτος σύζυγος που εντελώς τυχαία πήγαινε κι αυτός στην αίθουσα του μπάνιου εκείνη τη στιγμή, όταν βρέθηκε αναπάντεχα μπροστά στο θέαμα των δύο ολοστρόγγυλων γλουτών της αρχόντισσας.
- Χαχαχαχάχά !!! Τι ωραίος κώλος είναι αυτός γοργόνα μου; φώναξε χαρούμενα ο πρώτος σύζυγος, που δυστυχώς ήταν πολύ αθυρόστομος, ενώ χάϊδευε και με τα δυό του χέρια το γυαλιστερό πισινό με σημασία.
- Χαχαχαχάχά !! Τραλαλάμ ! Τι καλό θα μας ταϊσει η νταρντάνα μας η Ραβίνια; φώναξε ακόμη πιο δυνατά ο πρώτος σύζυγος που τελικά δεν ήταν καθόλου ευγενής.
- Αει, στο διάολο φέρτο εδώ να το φάμε παρέα! Τσίριξε ο Σιορ Καπούριος που ξύπνησε απότομα από τη φασαρία.
Η αρχόντισσα Ραβίνια τρεμόπαιξε τα μάτια της και στράβωσε το στόμα στην προσπάθειά της να χαμογελάσει, πιέζοντας τον εαυτό της να παραμείνει ευγενική, όπως άλλωστε απαιτούσε η ανατροφή της, σ' αυτές τις δύσκολες στιγμές.
Το σφικτό και γεμάτο καμπύλες κορμί της τινάχτηκε νωχελικά προς τα πάνω και το πρόσωπό της πήρε μια βαθιά φιλήδονη έκφραση. Τελικά η αρχόντισσα Ραβίνια ήταν μια ωραία γυναίκα.
12. Ο Γιόν Κάρλος φόρτωσε το μουλάρι μέχρι τα αυτιά και είπε στον υποτακτικό του:
- Εντάξει Σαμ, όλα είναι δικά σου, φύγε τώρα. Ο ιπποκόμος κοντοστάθηκε σα να μην κατάλαβε τη διαταγή, σταύρωσε με πεισμονή τα χέρια στο στήθος και για πρώτη φορά αντιμίλησε στον κύριο του. - Δεν πάω πουθενά, - είπε και σούφρωσε τα φαρδειά του χείλη- θα έρθω μαζί σου Ιππότη, αν και στο λέω καθαρά, δεν καταλαβαίνω τι πας να κάνεις.
Ο Ιππότης κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι και χαμογέλασε με συμπάθεια.
- Σαμ, γερομπερμπάντη, καλά το είχα καταλάβει ότι ήσουν ένας παλιοπεισματάρης και εγωϊσταρος, - του είπε πειραχτικά-. Ποιος θα φροντίζει τα άλογα και τα όπλα μου; Ποιος θα βάζει χέρι στις δούλες, αν έρθεις μαζί μου; Ο δρόμος που ακολουθώ δεν έχει σταυροδρόμι. Εσύ θα φροντίσεις για την υστεροφημία μου. Κάποιος πρέπει να καθαρίσει τη λάσπη που θα χύσουν με προθυμία οι ευγενείς. Σου παραδίδω το οικόσημο και σου αφήνω χάρισμα τον Πύργο. Όλα είναι στα χέρια σου τώρα. Σε ορίζω διάδοχο, λεβέντη μου!!
Ο Σαμ δε συμμερίστηκε το κέφι του κυρίου του, τον κοίταξε σοβαρά και έσφιξε τα χαλινάρια του άσπρου αλόγου.
- Και η Εναστέσια, Ιππότη, η πριγκίπισσα ; Τι θα γίνει με την πριγκίπισσα αν φύγεις; Η Δεσποσύνη της σε λατρεύει, έτσι δεν είναι;
Το πρόσωπο του Γιον Κάρλος συσπάστηκε για μια στιγμή, αλλά ύστερα πήρε μια αποφασιστική όψη. Τα μάτια του σκλήρυναν απότομα και είπε άχρωμα.
- Θα βρει κάποιον άλλο Σαμ. Εξάλλου Ιππότες υπάρχουν πολλοί στο Άστυ. Και που ξέρεις ; Τώρα μπορεί να προτιμήσει εσένα, μια που έγινες ένας από αυτούς. Αντίος.
Τράβηξε με δύναμη τα χαλινάρια από τα χέρια του ιπποκόμου και σπιρούνησε νευρικά τα πλευρά του κάτασπρου αλόγου οδηγώντας το προς την ανατολική Πύλη.
Ο μέχρι χθες ιπποκόμος και από την αυγή και ύστερα νέος άρχοντας και όψιμος Ιππότης Σαμ, παρακολουθούσε τη φυγή του Κυρίου του με έκπληξη και αμηχανία. Κοίταξε μια προς τη μεριά του γεμάτου φεγγαριού και μια προς τη μεριά της σκοτεινής κουκίδας που απομακρυνόταν, μην ξέροντας τι έπρεπε να κάνει.
13. Εκείνη τη στιγμή ο Ραν Μελίας σηκωνόταν όρθιος. Η σκιά από το πελώριο κορμί του, κόντευε να σκεπάσει το δωμάτιο. Με την ανάποδη της παλάμης σφούγγισε τα βρεγμένα από το ποτό γένια, που έκρυβαν μια παλιά ουλή στο αριστερό μάγουλο, δίνοντας στο πρόσωπο του μια όψη αρρενωπή και τραχειά. Τα βαθειά του μάτια που συνοδεύονταν από ένα ζευγάρι πυκνών φρυδιών με συμμετρικά τόξα, σταμάτησαν μαγνητισμένα στη θέα της φωτιάς που τσιροβολούσε στο τζάκι.
Τίναξε προς τα πίσω τις δύο μακριές κοτσίδες που κρεμόταν στα πλαϊνά του κεφαλιού ξεκινώντας από την κορυφή των κροτάφων του και γκρέμισε με μια κλωτσιά το φαρδύ, δρύϊνο τραπέζι, μπροστά του. Ύστερα ξεκρέμασε το βαρύ σπαθί με την ατσάλινη, πάντα ακονισμένη λάμα, και το ζώστηκε αποφασιστικά.
Δεν υπήρχε κανένας λόγος να κάνει ο ίδιος έλεγχο για τους αποστάτες της νύχτας- κανονικά υπεύθυνος ήταν γιαυτό ο επιστάτης υπηρεσίας- όμως ο Φρούραρχος ήταν από τους ανθρώπους που έχουν εμπιστοσύνη μονάχα στον εαυτό τους.
Εκατοντάδες δραπέτες είχαν πέσει στα χέρια του, αλλά κανένας δεν πέρασε ζωντανός από τα τείχη. Ο Ραν Μελίας ευχήθηκε να δοκιμάσουν και σήμερα κάποιοι να περάσουν. Ούτε ένας φτωχοδιάβολος δε θα γλίτωνε. Κανένας, σκέφτηκε, είχαν το λόγο του Σκορπιού.
Αυθόρμητα έπιασε το χρυσό μενταγιόν που κρεμόταν στον ταυρίσιο λαιμό του και το έσφιξε δυνατά. Ο Σκορπιός είχε ετοιμάσει το κεντρί του.
14. Ο Γιον Κάρλος πέρασε πάνω από το πεσμένο σώμα του νεκρού φύλακα και κοίταξε τον τελευταίο από τους πέντε, που είχε απομείνει , με ένα ψυχρό και ανέκφραστο βλέμμα.
Σφίγγοντας με απελπισία στα ιδρωμένα χέρια του το σπαθί, ο μαχητής της Πύλης, πισωπάτησε με το ηθικό πεσμένο και την καρδιά του αδύναμη. Ωστόσο δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τα παρατήσει και να φύγει τρέχοντας. Σήκωσε το σπαθί με δύναμη προς το κεφάλι του Ιππότη, ξέροντας εκ των προτέρων ότι δεν είχε καμιά πιθανότητα.
Ο Γιον Κάρλος προσποιήθηκε ότι θα σκύψει, αντί αυτού όμως έκανε έναν ελιγμό στο πλάϊ και παίρνοντας μια στροφή έφερε την πλάτη του προς το μέρος του φύλακα βυθίζοντας χωρίς να βλέπει το δικό του σπαθί στο ακάλυπτο στήθος του άλλου.
Ο φύλακας έμεινε για μια στιγμή ακίνητος με τα μάτια ορθάνοιχτα και το στόμα στεγνό. Ύστερα τα μάτια του βυθίστηκαν στο σκοτάδι και το στόμα του γέμισε αίμα. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και έπεσε στο χώμα.
Ο Ιππότης ξεκάρφωσε το σπαθί από το στήθος του νεκρού στρατιώτη και το σκούπισε αργά στο ύφασμα της φορεσιάς του, στο σημείο που ήταν ζωγραφισμένος ο σκορπιός με το σηκωμένο κεντρί, τρυπημένος από τη μυτερή λάμα, ακριβώς στο κέντρο.
Σφύριξε συνθηματικά στο άλογο του που περίμενε σκαλίζοντας με τα πόδια νευρικά το χώμα, και όπως γύρισε προς τη μεριά της μικρής αφύλακτης - πια- Πύλης που είχε διαλέξει για την έξοδό του, διαπίστωσε με έκπληξη πως δεν ήταν ακόμη μόνος. Μια πελώρια ανθρώπινη σιλουέτα στεκόταν βουβή σαν ένας αρχαίος Κολοσσός με τα χέρια σταυρωμένα και το σπαθί στη θήκη.
15. - Εντάξει Ιππότη, τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, είπε ο Ραν Μελίας και τράβηξε στο μακρύ σπαθί του από το ζωνάρι, ενώ έκανε ταυτόχρονα ένα βήμα μπροστά.
- Κάνε στην άκρη άρχοντα, δε θέλω να μονομαχήσω μαζί σου, να φύγω θέλω μονάχα.
- Πρώτα θα περάσεις πάνω από το πτώμα μου, είπε ο Μελίας με μια σκληράδα στη φωνή.
- Ισως έχεις δίκιο άρχοντα, μια νίκη χωρίς αντίκρισμα δεν έχει καμμιά αξία. Εξάλλου την περίμενες πολύ καιρό αυτή τη μέρα. Ήρθε, λοιπόν η ώρα, αποκρίθηκε ήρεμα ο Κάρλος.
- Ναι Ιππότη, ήρθε. Φυλάξου! Αν θέλεις να με διασκεδάσεις λίγο προτού πεθάνεις.
Ο Κάρλος τον κοίταξε στα μάτια χωρίς φόβο και δεν είπε τίποτε. Έγειρε το κορμί του μπροστά, τεντώνοντας το χέρι που κρατούσε το σπαθί προς το μέρος του άλλου. Ο Ραν Μελίας έκανε το ίδιο.
Η μονομαχία είχε ήδη αρχίσει. Από ψηλά το φεγγάρι έφεγγε σαν ένα τεράστιο ασημένιο κουμπί πάνω σε έναν μαύρο, βαρύ μανδύα. Το μυστήριο που έφερνε μαζί της η νύχτα δε μπορούσε να φωτιστεί από τις αδύναμες, χλωμές του ακτίνες.
Οι νομοταγείς πολίτες στο Άστυ ποτέ δεν κοίταζαν τη νύχτα προς τον ουρανό. Από δέος. Η αλήθεια ήταν πως η νύχτα έφερνε μαζί της αναμνήσεις κακές και προγονικούς φόβους, και όπως πλημμύριζε τον τόπο σκιές, έσβηνε τα περιττά χρώματα και έδινε στα πρόσωπα μια παράξενη όψη.
Οι δύο άντρες απορροφημένοι στη μονομαχία τους έκαναν κύκλους χτυπώντας τα σπαθιά με δύναμη προσπαθώντας να βρει ο καθένας τους το αδύνατο σημείο του άλλου. Οι σκιές τους πήγαιναν κι έρχονταν γύρω από ένα φανταστικό κύκλο με κέντρο το φεγγάρι.
Έμοιαζε να βρίσκεται στο σημείο εκείνο ο ομφαλός του σύμπαντος και θάλεγε κανείς ότι από το αποτέλεσμα της σύγκρουσης θα κρινόταν η τύχη του κόσμου.
Ο Ραν Μελίας κτυπούσε με τόση δύναμη που αν ο Γιον Κάρλος χρησιμοποιούσε κάποιο άλλο σπαθί, θα είχε σπάσει σίγουρα από τα άγρια χτυπήματα. Όσο ο Κάρλος αμυνόταν με επιτυχία, οι επιθέσεις του αντιπάλου του γινόταν πιο πεισματικές. Κάποια στιγμή, τα σπαθιά ήρθαν κόντρα το ένα στο άλλο και οι δυό άντρες βρέθηκαν πολύ κοντά. Τόσο κοντά που οι ανάσες τους έσμιξαν και τα ιδρωμένα μπράτσα ηλεκτρίστηκαν. Ο άρχοντας του Σκορπιού χαμογέλασε σκληρά.
- Ως εδώ ήταν Ιππότη, είπε και βιάστηκε να καρφώσει τον άλλο στα πλευρά. Βιάστηκε, γιατί ο Γιον Κάρλος με μια μοναδική, επιδέξια κίνηση στριφογύρισε το σπαθί του με φοβερό τρόπο και τον αφόπλισε εκτινάσσοντας το βαρύ ξίφος, πολλά μέτρα μακριά.
- Δεν ήξερα ότι ήσουν τόσο καλός, είπε ο Μελίας έκπληκτος, υποχωρώντας ένα βήμα, μπροστά στο προτεταμένο όπλο του άλλου.
- Εγώ όμως ήξερα ότι ήσουν τόσο μεθυσμένος! είπε ο Κάρλος και γυρίζοντας απότομα το σπαθί από την ανάποδη του έδωσε με τη λαβή ένα δυνατό κτύπημα στο λαιμό. Αφήνοντας ένα σιγανό μουγκρητό ο Μελίας σωριάστηκε αναίσθητος μπροστά στα πόδια του.
Ο Ιππότης πήρε μια βαθιά ανάσα. Η καρδιά του κτυπούσε ακόμη δυνατά. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και ξεφύσηξε με δύναμη. Αυτή τη φορά δε χρειαζόταν να καθαρίσει το σπαθί του. Καβάλησε το άλογό του και σκούπισε τον ιδρώτα που έσταζε από το καλοσχηματισμένο μέτωπό του. Τράβηξε τα χαλινάρια και ξεκίνησε. Ο δρόμος του, ήταν τώρα ανοιχτός.
16. Η διόπτρα εφοδιασμένη με υπέρυθρες ακτίνες σημάδευε τον αποστάτη στο σταυρό. Η βαλέστρα σφικτά ακουμπισμένη στο μάγουλο ήταν στραμμένη προς το μέρος του καβαλάρη που έβγαινε καλπάζοντας από τα τείχη. Το δάκτυλο περίμενε ανυπόμονα στη σκανδάλη.
Ο φύλακας που βρισκόταν στο ψηλότερο φυλάκιο της Πύλης ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αστοχήσει, εξάλλου δεν είχε αποκτήσει τυχαία τη φήμη του καλύτερου σκοπευτή στο Άστυ. Πήρε μια βαθειά ανάσα για τελευταία φορά. Δεν μπορούσε να διακρίνει στο σκοτάδι το πρόσωπο του δραπέτη αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο. Ετοιμάστηκε να πατήσει τη σκανδάλη.
Εκείνη τη στιγμή ένα χοντρό χέρι τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του και ένα κοφτερό μαχαίρι έσχισε την κοιλιά του πέρα για πέρα. Ο φύλακας έκανε μερικούς σπασμούς και σωριάστηκε σαν άδειο τσουβάλι στο δάπεδο γλιστρώντας μαλακά μέσα από τα χέρια του φονιά.
Ο μέχρι χθες ιπποκόμος και από την αυγή και ύστερα νέος άρχοντας και όψιμος Ιππότης Σαμ παρακολουθούσε τη φυγή του Κυρίου του, που γινόταν μια ολοένα μικρότερη κουκίδα στο φως των τελευταίων αστεριών, καθώς απομακρυνόταν καλπάζοντας από το Άστυ.
- Ανάθεμα κι αν ξέρω ποιος δαίμονας σε κυβερνάει Ιππότη- είπε μονολογώντας ο Σαμ- ξέρω μονάχα πως η ουρά της τίγρης7 σε οδηγάει. Πήγαινε στο καλό.
Το γλυκοχάραμα τον βρήκε να κοιτάζει με μάτια δακρυσμένα την κουκίδα που απομακρυνόταν στον ορίζοντα μέχρι που χάθηκε εντελώς. Ύστερα, με μια ασύλληπτη για τα κιλά του ταχύτητα, απομακρύνθηκε κατεβαίνοντας με ευκινησία στις σκάλες και χάθηκε στα έρημα σοκάκια.
17. Εκείνο το πρωί ο Ήλιος βγήκε για άλλη μια φορά από την Ανατολή κι ο διαφανής θόλος που δημιούργησαν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των φιλοσόφων έκλεισε ξανά ερμητικά πάνω από το Άστυ.
Το φως της μέρας έφτανε ακίνδυνο και ο αέρας ειδικά φιλτραρισμένος περνούσε από τους αγωγούς απολύμανσης, για να απλωθεί σε κάθε σημείο της Πόλης.
Ίσως θα φαινόταν λογικό, η ζωή στο οχυρωμένο Άστυ να χάσει, τουλάχιστον εκείνη τη μέρα, το φυσιολογικό ρυθμό της όμως κάτι τέτοιο δε συνέβη.
Η φυγή του Γιον Κάρλος έγινε βέβαια θέμα συζήτησης, στα καπηλειά και στα κομμωτήρια, στα παλάτια και στους στρατώνες, όμως ελάχιστους ανθρώπους πραγματικά επηρέασε.
18. Γαντζωμένος στην πλάτη του περήφανου άσπρου αλόγου του, ο μοναχικός καβαλάρης κάλπαζε ανεμίζοντας στο ένα χέρι το μακρύ σπαθί και κρατώντας τα χαλινάρια με το άλλο.
Οι ακτίνες του Ήλιου πέφτοντας με ορμή πάνω στη μεταλλική πανοπλία έδιναν στην ανθρώπινη μορφή μια λάμψη τόσο εκτυφλωτική που θάμπωνε τα μάτια όσων την έβλεπαν. Το πολύτιμο σπαθί έμοιαζε με πυρωμένη ρομφαία και οι ανταύγειες της λάμψης του τρυπούσαν τα μαλακά σύννεφα. Δημιουργούσαν ένα ουράνιο τόξο που είχε στο ένα άκρο του τον Ήλιο και στο άλλο το χρυσό καβαλάρη.
Οι χωρικοί στα λιβάδια παρατούσαν τα ζωντανά και τις δουλειές τους και έτρεχαν πίσω του ζητωκραυγάζοντας. Πολλοί από αυτούς έπεφταν στα γόνατα και άλλοι τον υποδέχοταν στις άκρες των χωμάτινων δρόμων και στις εισόδους των χωριών, πετώντας στο διάβα του άνθη κερασιάς κομμένα εκείνη την ώρα από τους αγρούς. Ήταν ο γυιός του Ήλιου που κατέβηκε στη γη τους.
19. Ούτε ο ίδιος ο έμπορος φαινόταν να πιστεύει την ιστορία, αλλά εξακολουθούσε να την αφηγείται με πάθος.
- Ο γυιός του Ήλιου έλεγε ο μικρός. Ναι! Αφού πέρασε από την ενδοχώρα φωτίζοντας τον κόσμο στο διάβα του, χάθηκε μέσα στα σύννεφα και πίσω από τις κορφές των βουνών που αγγίζουν τη στέγη του ουρανού. Αλλά η λάμψη από το πέρασμά του υπάρχει ακόμη κάνοντας τη νύχτα μέρα και το σκοτάδι φως. Οι χωρικοί με τάματα και θυσίες τον περιμένουν να ξαναγυρίσει , τα κορίτσια φυλάνε την παρθενιά τους για χάρη του και τα παλληκάρια ξεκίνησαν ένα ταξίδι στον Ήλιο ακολουθώντας τα χνάρια του.
Αυτά και άλλα πολλά έλεγε ο μικρός βοσκός, αλλά ποιος από σας θα πίστευε τα λόγια ενός παιδιού; είπε ο έμπορος και έστριψε το παχύ του μουστάκι, γελώντας βροντερά.
Ωστόσο οι φήμες λίγους μονάχα άφησαν ασυγκίνητους και από εκείνη τη μέρα όλο και περισσότεροι πολίτες δοκίμαζαν να περάσουν μέσα στη νύχτα τα ανατολικά τείχη της Πόλης.
Μερικοί από αυτούς τα κατάφερναν και άλλοι όχι. Και όταν κάποια μέρα, είτε από αμέλεια, είτε από έλλειψη ενέργειας ο Θόλος της Πόλης ξεχάστηκε ανοιχτός, τίποτα από όσα περίμεναν δε συνέβη.
Τότε, μάταια ούρλιαζαν οι φιλόσοφοι και οι ιερείς. Ξαφνιασμένοι οι πολίτες, λεγεωνάριοι και ανθυπασπιστές, ξεχύθηκαν με λαχτάρα προς τη μεγάλη έξοδο αφήνοντας το Βασιλιά παρέα με τον τρελό του να κυνηγιούνται για χρόνια πολλά, σα φαντάσματα μέσα στα ερείπια.
Περιμετρικά γύρω από το Κολόσσι8, πυκνά , αυτοφυή και άτακτα, τις μέρες της άπνοιας τα φύλλα από τις μπάσταρδες αζαλέες9 κουνιούνται ακόμα περίεργα, μέσα στα γοτθικά χαλάσματα....
Σημειώσεις-Παραπομπές
1. Σύμφωνα με τις βραχμανικές παραδόσεις, ο πολιτισμός στη Γη ξεκίνησε πριν 50.000 χρόνια με την Ερυθρά Φυλή να κυριαρχεί στη Νότια Ήπειρο (Ατλαντίδα). Αργότερα ο ήλιος της Αφρικής γέννησε τη Μαύρη Φυλή και οι πάγοι της Αρκτικής τη Λευκή. Οι Μαύροι ιερείς είχαν βαθιές γνώσεις για τις αρχές τη θείας ενότητας του σύμπαντος και διέδωσαν τη λατρεία του φεγγαριού και των άστρων, που έγινε γνωστή στους λευκούς με το όνομα Σαββαϊσμός. Αντίθετα οι Υπερβόρρειοι της Ελληνικής μυθολογίας (λευκή φυλή), ξανθοί με γαλανά μάτια, με θαρραλέους ηγέτες και γυναίκες μάντισσες να τους οδηγούν, επρόκειτο να εφεύρουν τη λατρεία του κόσμου και την ιερή φωτιά και να φέρουν στη γη τη νοσταλγία του Ουρανού.
2. Σύμφωνα με τις ίδιες παραδόσεις, Μαύρες Μάγισσες μοναδικής ομορφιάς που λάτρευαν το φεγγάρι εφεύραν τη λεγόμενη Μαύρη Μαγεία και είχαν για σύμβολό τους τα φίδια.
3. Η δεύτερη σε μέγεθος και πληθυσμό πόλη της Κύπρου, με περισσότερους από 100.000 κατοίκους σήμερα, που ιδρύθηκε στα προχριστιανικά χρόνια με το όνομα Νεμεσός. Στο κάστρο της Λεμεσού, μετά την κατάληψη της Κύπρου το 1191 από τους σταυροφόρους, ο Αγγλος βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος παντρεύτηκε την αγαπημένη του Βερεγγάρια, στέφοντάς την Βασίλισσα της Αγγλίας.
4. Αναφορά στο εξαιρετικό μυθιστόρημα "Σαλαμπώ" του Γκυστάβ Φλωμπέρ, που διαδραματίζεται στην αρχαία Καρχηδόνα. Όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος το 1857: «Θα γράψω ένα μυθιστόρημα που θα διαδραματίζεται τρεις αιώνες προ Χριστού, γιατί νιώθω την ανάγκη να ξεφύγω από το σύγχρονο κόσμο, όπου η πέννα μου παραστομώθηκε και που άλλωστε με κουράζει να τον αναδημιουργώ, όσο με αηδιάζει και να τον βλέπω».
5. Μεγέθυνση στη λεπτομέρεια. Η νύχτα της αρχόντισσας Ραβίνια δεν εξυπηρετεί άμεσα την πλοκή, ικανοποιεί όμως την "ηδονοβλεπτική " διάθεση του συγγραφέα, να δει μέσα από την κλειδαρότρυπα, χωρίς προσχήματα, τι συμβαίνει στις κρεβατοκάμαρες των "ευγενών" της φανταστικής κοινωνίας. Επιχειρει να ικανοποιήσει, επίσης, την περιέργεια του αναγνώστη, ο οποίος έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι παρά τη "θεσμοθετημένη διαφθορά" τα ερωτικά δρώμενα μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας έχουν απελπιστικά κοινό χαρακτήρα.
6. Με αφορμή το τολμηρό όσο και παράδοξο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Ρώσου συγγραφέα Αλούν Λιουέλιν, που κυκλοφόρησε τα χρόνια που στη Σοβιετική Ένωση κυριαρχούσε και στη λογοτεχνία το ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Διαδραματίζεται στις ρωσικές στέππες σε ένα μακρινό μέλλον όπου, λόγω των ολέθριων ενεργειών του ανθρώπου, η Γη έχει σκεπαστεί με πάγους. Οι επιζώντες επιστρέφουν στην αρχέγονη κατάσταση έχοντας να αντιπαλέψουν δυο θανάσιμους εχθρούς: Τους παράξενους (μεταλλαγμένους ή εξωγήινους) εισβολείς και το αφόρητο κρύο.
7. Το τρίτο κινέζικο ζώδιο, η Τίγρις (Χου). Πρόκειται για φύση ακούραστη και ριψοκίνδυνη με έντονη παρορμητικότητα. Επαναστατική προσωπικότητα που προκαλεί φόβο και σεβασμό. Η ουρά της τίγρης αφορά σε όσους έχουν γεννηθεί τις τελευταίες ημέρες του ζωδίου.
8. Κυπριακό χωριό της επαρχίας Λεμεσού. Το όνομά του προέρχεται από την αρχαία ονομασία Κολοσσαί, ενώ στα μεσαιωνικά χρόνια (1191) έγινε τόπος συνάντησης του τοπικού βυζαντινού διοικητή με τον Αγγλο Σταυροφόρο βασιλιά Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Στη συνέχεια, το 1210, παραχωρήθηκε στο Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ (Ναϊτών Ιπποτών). Μετά μια δεκαετία ο Μεγάλος Κομανδάτωρ (αρχηγός του μοναχικού τάγματος), έχτισε μεγαλοπρεπή Πύργο, που σώζεται μέχρι σήμερα. Ο Πύργος, όπου διέμενε ο επικεφαλής του τάγματος με τη φρουρά του, διέθετε μέχρι και μύλο για την παραγωγή ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο που φυόταν άφθονο στην περιοχή.
9. Είδος καλλωπιστικού φυτού που κατάγεται από την Ασία και ανήκει στο είδος ροδόδενδρα. Καλλιεργείται σε όλα τα μέρη του κόσμου σε πολλές διακοσμητικές ποικιλίες με πολύχρωμα και μυρωδάτα άνθη. Η ανεκτή θερμοκρασία για το φυτό είναι 7 με 13 βαθμούς, ανθίζει το χειμώνα και νωρίς την άνοιξη, ενώ δεν αντέχει στους ισχυρούς ανέμους γιαυτό συνήθως φυτρώνει σε απάνεμα μέρη. Ξεχωρίζει η Αζαλέα η Ποντική (φυτρώνει στις περιοχές του Πόντου), για το μέλι που δημιουργείται από τη γύρη της. Σύμφωνα με περιγραφές του Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις 4,8,20), έχει τοξικές ιδιότητες και προκαλεί υπνηλία, ζάλη και πεπτικές διαταραχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου